χυτρίζω

χυτρίζω
Α [χύτρα]
τοποθετώ βρέφος μέσα σε χύτρα και τό εγκαταλείπω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταχυτρίζω — (Α) εγχυτρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χυτρίζω «βάζω σε χύτρα»] …   Dictionary of Greek

  • περιχύτρισμα — τὸ, Α η πεζούλα με πέτρες ή άλλα σκληρά υλικά γύρω από τη ρίζα τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χυτρίζω] …   Dictionary of Greek

  • χυτρισμός — ὁ, Α [χυτρίζω] εγκατάλειψη βρέφους μέσα σε χύτρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”